- φανερός
- -ή, -ό / φανερός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και θηλ. και -ός, και φανειρός, -ά, -όν, Α1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.)2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς] τὸ φανερόν» — απροκάλυπτα, δημοσίωςνεοελλ.προφανής, πρόδηλος, έκδηλος, σαφής, ξεκάθαρος (α. «πρόκειται για φανερή συκοφαντία» β. «η προδοσία του είναι φανερή»)μσν.-αρχ.(για πρόσ.) κάποιος, τιςαρχ.1. (για πρόσ.) α) ειλικρινής·β) αυτός που αποκαλύπτεται, που φαίνεται ποιος είναι στη διάρκεια μιας ενέργειας («πάντων φανερώτατος Βρασίδας ἐγένετο», Θουκ.)2. αναγνωρισμένος («εἰ οὗτοι οἱ θεοὶ φανεροὶ ἐγένοντο ἐν τῇ Ἑλλάδι», Ηρόδ.)3. ορισμένος, καθορισμένος4. (το αρσ. πληθ. στον συγκριτ. βαθμό ως ουσ.) oἱ φανερώτεροιδιακεκριμένα πρόσωπα5. φρ. α) «ἐκ τοῡ φανεροῡ» και «κατὰ τὸ φανερόν» και «ἀπὸ τοῡ φανεροῡ» και «ἐν τῷ φανερῷ»(με επιρρμ. σημ.) εμφανώςβ) «φανερῷ ψήφῳ» — με ανοιχτή ψηφοφορία (Δημοσθ.)γ) «φέρω ἐς τὸ φανερόν» — παρουσιάζω ενώπιον τού λαού (Θουκ.)δ) «φανερὰ οὐσία» — η κτηματική, ακίνητη περιουσία, σε αντιδιαστολή προς την αφανή, όπως λ.χ. είναι η χρηματική (Ανδοκ.)ε) «φανερόν τι» — ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό (Σχόλ. Αριστοφ.)στ) «φανερὸν κέκτημαι μηδέν» — στερούμαι οποιασδήποτε κτηματικής περιουσίας (Δείν.).επίρρ...φανερώς / φανερῶς, ΝΜΑ, και φανερά Νμε φανερό, πρόδηλο τρόπο, ολοφάνερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φăν- τού φαίνω* + κατάλ. -ερός (πρβλ. παγ-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.